Ισλαμικός -ή -ό: που ανήκει στο Iσλάμ· (πρβ. μουσουλμανικός, μωαμεθανικός): Iσλαμική θρησκεία / τέχνη / παράδοση. ~ πολιτισμός. ~ νόμος. Iσλαμική νομοθεσία. Iσλαμική Δημοκρατία.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B9%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82+-%CE%AE+-%CF%8C+&dq=
Σεχταρισμός: Η έλλειψη ανεκτικότητας και ευρύτητας πνεύματος, ιδίως στον πολιτικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό τομέα.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%83%CE%B5%CF%87%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82&dq=