Βουδιστικός -ή -ό: που ανήκει ή που αναφέρεται στο βουδισμό ή στο βουδιστή: Bουδιστική φιλοσοφία. ~ ναός, η παγόδα.
https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%22%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82+-%CE%AE+-%CF%8C%22&dq=