ορθοδοξία: 1α. σύνολο από ιδέες ή απόψεις που στα πλαίσια μιας κοσμοθεωρίας, θρησκείας κτλ. θεωρούνται σωστές ή είναι κατ΄ αποκλειστικότητα παραδεκτές
(εκκλ.) α. η χριστιανική ορθοδοξία όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις οικουμενικές συνόδους: Ο αγώνας της ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων. Kυριακή της Ορθοδοξίας.
β. η ανατολική χριστιανική εκκλησία και το θρησκευτικό δόγμα που αυτή δέχεται